ἀνακόπτεται

ἀνακόπτεται
ἀνακόπτω
drive back
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • отъсѣкатисѧ — ОТЪСѢКА|ТИСѦ (4*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Рассекаться, разделяться. Образн.: доброѥ ѿсѣкаѥтьсѧ тѣло цр҃квьноѥ. [о разделе церкви] (τέμνεται) ЖФСт к. XII, 87 об. 2. Отсекаться. Образн.: мысльно мысль ѿ словеси ѿсѣкаетсѧ. СбТр XIV/XV, 1 об.; || перен.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • μεσέμβολος — μεσέμβολος, ον (Α) αυτός που διακόπτεται ή ανακόπτεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + ἔμβολος* (πρβλ. χρυσ έμβολος)] …   Dictionary of Greek

  • προσκόπτω — ΝΜΑ [κόπτω] προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτω νεοελλ. μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοαστρονομία — Κλάδος της αστρονομίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, οι οποίες εκπέμπονται στη συχνότητα των ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, τους αστέρες και τη διαστρική ύλη και που μπορούν να γίνουν αντιληπτές με ραδιοφωνικούς… …   Dictionary of Greek

  • φρακάρω — Ν (αμτβ.) 1. (για μηχάνημα, πόρτα, οδική κυκλοφορία) υφίσταμαι αναγκαστική ακινητοποίηση λόγω πρόσπτωσης σε εμπόδιο ή λόγω μεγάλης συρροής πλήθους 2. φρ. «φρακάρει το μυαλό μου» μτφ. ανακόπτεται προσωρινά ο ρους τής σκέψης μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Βόλγας — (Volga). Ποταμός (3.688 χλμ.) στην ευρωπαϊκή Ρωσία, που εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ευρώπης, τόσο σε μήκος όσο και στην ευρύτητα της λεκάνης απορροής (1.380.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τα υψώματα του Βαλντάι, κοντά …   Dictionary of Greek

  • δολίνη — Γεωλογικός σχηματισμός που συνίσταται σε μία κλειστή λεκάνη, με κυκλικό ή ελλειπτικό σχήμα και πλάτος μεγαλύτερο από το βάθος (χοάνη)· η δ. αποτελεί μια επιφανειακή καρστική μορφή. Οι δ. συναντώνται κυρίως σε ασβεστολιθικά ή δολομιτικά πετρώματα… …   Dictionary of Greek

  • επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”